νομιμοφανής

νομιμοφανής
-ές
αυτός που ενεργεί ή που γίνεται τυπικά και επιφανειακά με νόμιμο τρόπο, αλλά στην ουσία είναι παράνομος.
επίρρ...
νομιμοφανώς
με τρόπο που φαίνεται νόμιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμιμος + -φανής (< φαίνω / φαίνομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νομιμοφάνεια — η [νομιμοφανής] η ιδιότητα τού νομιμοφανούς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”